Όλο το παιδομάνι μαζεύτηκε για
άλλη μια φορά στο «ξύλο». Ήταν ένα παλιό κατάρτι καϊκιού, σκοροφαγωμένο από τα
έντομα και διαβρωμένο από τις βροχές. Στις σχισμές του έβρισκαν καταφύγιο
αράχνες που δημιουργούσαν με τον ιστό τους την ανάγκη να κατατεθούν για ένα
ακόμη βράδυ ιστορίες ονείρων και δέους. Όλα αυτά στο παραδοσιακό γειτονιό.
Παρά την αμφισβητούμενη του ηλικία, το ξύλο υπήρξε μάρτυρας πολλών
λεκτικών δρωμένων και όχι μόνον. Η θαλπωρή του αποτελούσε αναγκαία εφόρμηση για
τα ταξίδια που κάναμε, ουράνια ή γήινα,
στο χώρο και στο χρόνο.
Για μια ακόμη βραδιά, το ξύλο ήταν ο
θερμοστάτης και η βάση εκτόξευσης στους γαλαξίες και τους αστερισμούς.