Ένας πρώιμα αγανακτισμένος της αγοραίας πολιτικής και πολύ πρώιμα φευγάτος ροκάς έδωσε κάποτε το απόλυτο σύνθημα : «Επάγγελμα Σώζων Λαούς». Ο Παύλος Σιδηρόπουλος στη δεκαετία του 80 και του 90 τα είχε τραγουδήσει όλα.
Με την ροκ ποίησή του και τη «χρυσαφένια πένα του» τραγούδησε την ελληνική μεταπολιτευτική πραγματικότητα. Μπορεί να εξαρτήθηκε από ουσίες και δυστυχώς και ηρωίνης που τον οδήγησε τελικά στο θάνατο αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε στα φωτεινά και στα σκοτεινά ακόμα διαλλείματα να χαράξει ένα δυνατό αποτύπωμα στην ελληνική ποίηση και στην αυθεντική υπέροχη ελληνική ροκ. Κοντά δίπλα και απέναντι στους έλληνες ροκάδες της μεταπολίτευσης και όχι μόνο γοήτευσε, συγκίνησε, ανέτρεψε και χόρεψε όλες τις δυνατές φάσεις εκείνης της εικοσαετίας.
Ο «απροσάρμοστος» Σιδηρόπουλος
Φέτος συμπληρώνονται ήδη 25 χρόνια και έχουν αρχίσει κιόλας να φεύγουν - σχεδόν στην κυριολεξία - εκείνες οι γενιές που βίωσαν τα τελευταία χρόνια της χούντας και κυρίως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Λιγοστά είναι τα άτομα που άφησαν ή θα αφήσουν πίσω τους κάτι που να αντέχει τη φθορά του χρόνου σε όποιο χώρο κι αν πρωταγωνίστησαν.
Ενας original έντιμος όσο και αλήτης ροκάς που «έκανε τη βόλτα του» μέχρι το 1990 ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Ο Σιδηρόπουλος ροκάρισε πάνω σε ότι σχημάτισε και στιγμάτισε τότε όσους ξεκίνησαν το ταξίδι τους στην κοινωνική απελευθέρωση, στο Μάη του 68, στην Ανοιξη της Πράγας, στα κάθε λογής κινήματα, στην ελληνική αντίσταση και στις διεκδικήσεις της μεταπολίτευσης, στην έντονη πολιτικοποίηση αλλά και στην απογοήτευση, στην απομάκρυνση, στην παραίτηση και στο καταστροφικό ταξίδι της πρέζας. Πολιτικός αναλυτής μακρυά όμως από την τρέχουσα πολιτική, ροκάρισε τραγουδώντας για την άγρια καταστολή, κορόιδεψε στα ίσα τους ανερχόμενους αντιστασιακούς αστέρες, σκιτσάρησε τη θανατική καταδίκη του δρόμου της ηρωίνης, κορόιδεψε το δήθεν τάχα, το κάλπικο, το φθαρμένο. Τραγούδησε τον έρωτα και τη φιλία περίπου σαν να ήταν τα μόνα που είχαν απομείνει από τα όνειρα και τα οράματα της εποχής εκείνης. Τη δεκαετία που ακολούθησε το τέλος της χούντας «ευτύχησε» κι αυτός να δει να απαγορεύονται τραγούδια του.